κατακολλυβίζω

κατακολλυβίζω
κατακολλυβίζω (Α)
μετατρέπω νομίσματα σε άλλα ίσης συνολικής αξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κολλυβίζω (< κόλλυβος «μικρό νόμισμα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακολλυβίζειν — κατακολλυβίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”